Ιγνάτιος Ορφανίδης (αφήγηση): «Εμείς ιδρύσαμε τη Μακρόνησο».txt

14.6.1962

Πασχάλης Κιτρομηλίδης, (2013), Έξοδος, τ. Γ΄, Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, σ. 369-372

- Annotations   ·   No Other Contributors   ·   CC BY-NC-SA 4.0

«Εμείς ιδρύσαμε τη Μακρόνησο» Μαρτυρία Ιγνάτιου Ορφανίδη (Δραπετσώνα) Μόλις μπήκαν οι Ρώσοι στο χωριό μας, δεν πέρασαν τρεις ώρες και ο παπα-Γιώρτς βγήκε πάνω στ’ Αλώνια κι από κει φώναξε στους χωριανούς: - «Πρέπει να φύγουμε απ’ το χωρίον. Κλειδώστε τις πόρτες, βάλτε τα ζώα στα μαντρία και βγάτε απ’ τα σπίτια σας. Σε τρεις ώρες θα προχωρήσουν οι Ρώσοι και πάλι θα γυρίσουμε». Ο παπα-Γιώρτς ήταν οικονόμος του δεσπότη της Αργυρούπολης. Πολύ μορφωμένος. Ένας απ’ τους λίγους λόγιους του Πόντου. Πάνω στ’ Αλώνια συναντήθηκε με το Ρώσο ταγματάρχη και κείνος του είπε ότι το χωριό πρέπει να σηκωθεί και να πάει πίσω, προς την Αργυρούπολη, γιατί θα γίνει προέλαση του ρωσικού στρατού και να μη γίνει ζημία στον κόσμο. Ο θείος μου ο Ορφανίδης Γιάννης ο Αποκάτς (τον λέγανε έτσι γιατί ήταν πού έξυπνος, σαν δικηγόρος), κι αυτός λοιπόν την έπαθε. Γελάστηκε όπως όλοι. Είχε μια ομπρέλα με χρυσή λαβή. Όταν βγήκαμε όλο το χωριό έξω και περπατούσε, τον βλέπουμε χωρίς ομπρέλα. Στηριζόταν πάνω σε ένα ξύλο και βάδιζε. Η θεία μου του έλεγε: - «Πάρε τουλάχιστον την ομπρέλα σου». – «Δε χρειάζεται. Μέσα σε τρεις ώρες τίποτε δε θα πάθω. Θα γυρίσουμε στο χωριό σε τρεις ώρες. Οι Ρώσοι δε λένε ψέματα». Η μητέρα μου η Σουρμαλού έβαλε στο τζάκι να ψήσει τσορμπά [σούπα]. Τ΄ άφησε να ψήνεται σιγά-σιγά ώστε σε τρεις ώρες που θα γυρίζαμε να είναι έτοιμος και να φάμε. Ακόμα ψήνεται και βράζει εκείνος ο τσορμπάς!... Σαράντα χρόνια πέρασαν κι ακόμα ψήνεται!... Απ’ το χωριό βγήκαμε βιαστικά – βιαστικά. Σε μισή ώρα ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε. Τίποτε δεν πήραμε μαζί μας. Ούτε ένα τσουκάλι για φαγητό. Μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε και λίγο ψωμί. Πάμε τώρα προς το χωριό Ραματανάντων, στο δρόμο προς την Αργυρούπολη. Όταν φτάσαμε στο Ραματανάντων, είδαμε μαζεμένο κόσμο κι απ’ τ’ άλλα χωριά της Νίβενας. Βράδιασε σε λίγο και μείναμε τη νύχτα κοντά στο χωριό, στην τοποθεσία Αγιάσματα. Το πρωί σηκωθήκαμε και πήγαμε σ’ ένα τουρκικό χωριό, τον Άε-Γοργόρ. Άδειο ήταν. Οι κάτοικοί του έφυγαν όταν πλησίαζαν οι Ρώσοι. Πρώτοι εμείς βρεθήκαμε στο χωριό και πιάσαμε τα σπίτια. Οι άλλοι που ήρθαν ύστερα έμειναν ολόγυρα στο χωριό. Απ’ τον Άι-Έννε φύγαμε Ιουνίου 12 και καθίσαμε στον Άε-Γοργόρ έξι μήνες. Μέχρι τον Οκτώβριο. Στο διάστημα αυτό οι Ρώσοι δε μας άφηναν να πάμε στα χωριά μας. Αλλά εμείς κρυφά ένας – ένας πηγαίναμε και θερίζαμε τα χωράφια, φέρναμε χάλκινα σκεύη, στρώματα και ζώα. Μόλις εγκατασταθήκαμε στον Άε-Γοργόρ άρχισε ο εξανθηματικός τύφος. Κάθε οικογένεια έχασε τέσσερις – πέντε ανθρώπους. Μερικές οικογένειες έσβησαν κιόλας. Όλα τα χωριά της Νίβενας και της Δέρενας ήταν μαζεμένα εκεί στον Άε-Γοργόρ. Ήταν κι απ’ τα γύρω χωριά, γύρω απ’ την Παλαΐα. Δεν είχαν πού να μείνουν. Τα σπίτια τα πιάσαμε εμείς. Οι άλλοι έμειναν γύρω απ’ το χωριό, μέσα στους μπαχτσέδες, στα δέντρα κάτω. Έστησαν τσαντίρια και έμεναν. Εκεί μας βρήκε η πρώτη προσφυγιά και η πρώτη καταστροφή. Το πρώτο «βάφτισμα» εκεί το πήραμε. Εν τω μεταξύ οι Ρώσοι σταμάτησαν την προέλασή τους. Δεν προχωρούσαν. Κόντευε ο χειμώνας. Για να μην ξεχειμωνιάσουμε στον Άε-Γοργόρ, όπου θα πεθαίναμε όσοι γλυτώσαμε απ’ το τύφο, κατεβήκαμε τον Οκτώβριο στην Τραπεζούντα. Στην Τραπεζούντα μας προστάτεψε ο μητροπολίτης Χρύσανθος και με τη δουλειά τη δική μας ζήσαμε. Δουλέψαμε σε κρατικές δουλειές του ρωσικού επιτελείου, σε οδοποιίες, σε χτισίματα. Ένα χρόνο μείναμε στην Τραπεζούντα. Έγινε η ρωσική επανάσταση και το Δεκέμβριο του 1917 σηκωθήκαμε και φύγαμε απ’ την Τραπεζούντα πρώτοι – πρώτοι. Μπήκαμε στα καράβια οι πρόσφυγες απ’ της Νίβενας τα χωριά, απ’ της Δέρενας, του Τζίζερες, του Κιουρτιούν, της Σερίανας και φύγαμε για τη Ρωσία. Απ’ όλες τις οικογένειες του Άι-Έννε, μετά την καταστροφή που πάθαμε, έμειναν δώδεκα – δεκαπέντε οικογένειες. Οι άλλοι όλοι πέθαναν από τύφο στον Άε-Γοργόρ. Κατεβήκαμε στο Κερτς. Άλλοι πήγαν στη Θεοδόσια, άλλοι στην Ευπατόρια, άλλοι στο Κελιντζίκ στην Κρίμσκαγια. Στο Κερτς δε μπορέσαμε να μείνουμε γιατί πλησίαζαν οι μπολσεβίκοι. Εμείς οι Άι-Γιαννέτ’ φύγαμε και πήγαμε στο Νοβοροσίσκ. Αλλά και εκεί ήρθαν οι μπολσεβίκοι και κατέλαβαν το Νοβοροσίσκ. Μείναμε τρία χρόνια στο Νοβοροσίσκ και στις 24 Ιουλίου του 1922 με το ατμόπλοιο «Κίος» ήρθαμε στην Ελλάδα. Οχτώ μέρες ταξίδι κάναμε. Στην 1η Αυγούστου μας κατέβασαν στη Μακρόνησο. Στη Μακρόνησο άρχισαν νέα βάσανα και θάνατοι. Μας έκαναν καραντίνα. Εμείς ιδρύσαμε τη Μακρόνησο. Εμείς χτίσαμε τα παραπήγματα, στέρνα για νερό, ό,τι χρειαζόταν. Έρημο νησί ήταν η Μακρόνησος. Ακατοίκητο. Όλο βράχια. Απ’ τους οχτώ χιλιάδες που έφερε το «Κίος», μείναμε στο τέλος δυο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε. Ήταν η κυβέρνηση Γούναρη. Επειδή ήρθαμε απ’ τη Σοβιετική Ρωσία, μας πέρασαν για μπολσεβίκους και ήθελαν να μας εξοντώσουν. Την αρρώστια, στη Μακρόνησο την αποχτήσαμε. Ζούσαμε μες στη βρώμα, στην πείνα και τη δίψα. Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μας έφερνε απ’ το Λαύριο νερό και κείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρωμερά μακαρόνια, ελιές σκουληκιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις ημέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος απ’ τη δίψα. Μας τάιζαν και αλμυρές ρέγγες, χαλασμένες και … καταλαβαίνεις. Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτισαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους. Μια ομάδα νέων, μαζί και εγώ, δημιουργήσαμε μια επιτροπή. Πήγαμε στον Ελευθεριάδη, τον διευθυντή του λοιμοκαθαρτηρίου, και παρουσιαστήκαμε μπροστά του. Ζητήσαμε να βγούμε ανεξάρτητοι. Ανεξάρτητος είναι όποιος βγει απ’ το λοιμοκαθαρτήριο με δικά του έξοδα και η κυβέρνηση δε θα είχε καμία υποχρέωση απέναντί του. Ο πρόσφυγας πάλι δεν θα είχε κανένα δικαίωμα. Πολλοί, για να σωθούν, ζητούσαν να βγουν ανεξάρτητοι, αλλά η διοίκηση και πάλι δεν άφηνε. Ήθελαν σου λέω να μας εξοντώσουν. Αλλά εμείς, η νεολαία του Πόντου και του Καυκάσου, πήραμε πέτρες και ξύλα και φοβερίσαμε ότι θα κάψουμε το λοιμοκαθαρτήριο. – «Ή θα τα κάψουμε όλα ή θα μας δώσετε χαρτιά να πάμε έξω», του είπαμε. Έτσι αναγκάστηκε να μας δώσει άδεια εξόδου. Ήμασταν πενήντα νομάτοι νέοι. Νοικιάσαμε ένα ιστιοφόρο. Ξέχασα να σου πω ότι κάπου – κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ένα ψωμί το πουλούσαν μια λίρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι. Ναυλώσαμε λοιπόν ένα ιστιοφόρο για να πάμε απέναντι στο Λαύριο. Αλλά απ’ τους πενήντα που μπήκαμε μέσα, μόνο ένας είχε να πληρώσει τα ναύλα του, ο Γ. Βασιλειάδης. Όταν φτάσαμε στον Λαύριο, ο Βασιλειάδης πλήρωσε για άλλους δυο. Όταν όμως ήρθε η σειρά να πληρώσουμε και οι άλλοι του είπαμε του καπετάνιου ότι δεν έχουμε. Ζητήσαμε και υπογράψαμε ένα χαρτί ότι θα δουλέψουμε και θα του τα φέρουμε. - «Καλά. Αν τα φέρετε, τα φέρατε». Δεν πίστευε ότι θα του τα φέρουμε. Εμείς όμως δουλέψαμε, βγάλαμε χρήματα και του τα φέραμε. Πήγαμε στον Πειραιά και από εκεί σκορπίσαμε. Εγώ πήγα στη Δραπετσώνα. Οι άλλοι Άι-Γιαννέτες, όσοι γλύτωσαν, βγήκαν αργότερα και σκόρπισαν κι αυτοί. Άλλος στον Πειραιά, άλλος στον Περισσό κι άλλος στη Μακεδονία. Στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται δυο – τρεις. (Χρήστος Σαμουηλίδης, 14.6.1962)